δαιδαλοειδής

δαιδαλοειδής
ές
1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος
2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός
3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + -είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαιδαλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, περίτεχνος, πολύπλοκος, λαβυρινθώδης: Το κτίριο ήταν δαιδαλοειδές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλώδης — ες [δαίδαλος] 1. δαιδαλοειδής, λαβυρινθώδης (κυρίως για οικοδομήματα) 2. περίπλοκος, σκοτεινός («συνθήκη δαιδαλώδης») …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, δαιδαλοειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”