- δαιδαλοειδής
- –ές1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + -είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.